- θαλασσοκρατικός
- -ή, -ό [θαλασσοκρατία]φρ. γεωλ. «θαλασσοκρατική περίοδος» — περίοδος τής γεωλογικής ιστορίας τής γης κατά την οποία οι θάλασσες είχαν καταλάβει μεγαλύτερες εκτάσεις τού πλανήτη και είχαν μικρά βάθη, ενώ τα τμήματα τής ξηράς είχαν μικρά ύψη.
Dictionary of Greek. 2013.